- κεφαλαιοκρατικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + -κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία, κληρο-κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Άρδην].
Dictionary of Greek. 2013.